- παραβανικό οξύ
- Ονομασία του ουρεϊδίου του οξαλικού οξέος. Σχηματίζεται με οξείδωση του ουρικού οξέος, της αλλοξάνης ή της υδαντοΐνης. Η σύνθεσή του επιτεύχθηκε με επίδραση οξαλικού οξέος πάνω στην ουρία παρουσία οξυχλωριούχου φωσφόρου. Είναι σώμα με κλειστή αλυσίδα, τύπου C3O3N2H2 και έχει σημείο τήξης περίπου 243°C. Με βάσεις παρέχει άλατα που εύκολα υδρολύονται σε αξαλουρικά άλατα. Τα αλκάλια το διασπούν σε οξαλικό οξύ και ουρία.
Dictionary of Greek. 2013.